σιλλογράφος

σιλλογράφος
σίλλος
squint-eyed
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιλλογράφος — ο, ΝΜΑ ο ποιητής που γράφει σίλλους, σκωπτικά ποιήματα αρχ. σατιρικός ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλλος «σκωπτικό ποίημα» + γράφος] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • σιλλογραφία — ἡ, Μ [σιλλογράφος] η συγγραφή σίλλων …   Dictionary of Greek

  • σιλλογραφώ — έω, Μ [σιλλογράφος] γράφω σίλλους …   Dictionary of Greek

  • Τίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Εχεκρατίδη, από τον δήμο Κολυττό, εύπορος, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου και έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”